κατάστυγνος

κατάστυγνος
κατάστυγνος, -ον (AM)
μσν.
εξαντλημένος από την κούραση
αρχ.
αυτός που έχει όψη λυπημένη, πολύ κατηφής, μελαγχολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάστυγνος — of sad countenance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστυγνον — κατάστυγνος of sad countenance masc/fem acc sg κατάστυγνος of sad countenance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστύγνοις — κατάστυγνος of sad countenance masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστύγνου — κατάστυγνος of sad countenance masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστύγνους — κατάστυγνος of sad countenance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστυγνοι — κατάστυγνος of sad countenance masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστυγνάζω — (AM) [κατάστυγνος] μσν. καταφέρομαι παραπονούμενος εναντίον κάποιου αρχ. (σχόλ.) έχω όψη στυγνή, μελαγχολική, είμαι κατηφής, λυπημένος …   Dictionary of Greek

  • καταστυγνούμαι — καταστυγνοῡμαι, όομαι (Α) [κατάστυγνος] καταστυγνάζω*, γίνομαι κατηφής, θλιμμένος, καταθλίβομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”